ad2
Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...
"αν ατροπών συνέπειες"
της Ρένας Ραψομανίκη
Η Ανθούλα περίμενε τον Μιχαλιό να τελειώσει με τις εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο. Όχι, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Ήταν αναμενόμενο και αναπόφευκτο.
Πάλι τα φρύγανα βρέθηκαν δίπλα στη φωτιά –κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν τώρα τα φρύγανα και ποιος η φωτιά.
Πάλι το σπίτι έγινε παρανάλωμα, πάλι εκρήξεις ηφαιστείων ελευθέρωσαν ποτάμια πυρωμένης λάβας, πάλι η σάρκα ξεσηκώθηκε ενάντια στο νου, πάλι ένα φουσκωμένο ποτάμι όρμησε να καταπιεί κάθε αντίρρηση της λογικής, πάλι σκοτείνιασε ο λογισμός και το σκοτάδι ρούφηξε την εικόνα του λατρεμένου πατέρα.
Ο Μιχαλιός κατακλύσθηκε από “μνήμες” υπόγειες που βρίσκονταν μέχρι τότε σε βαθιά ύπνωση. Μνήμες από κάποιες λάβρες καλοκαιριάτικες νύχτες -δώδεκα χρόνια πριν- τότε που μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο με τον πατέρα, αλλά όχι και τις ίδιες ονειρικές εμπειρίες, μα που φαίνεται πως κάποιο ίχνος από τη μαγεία τους είχε αφήσει μέσα του ανεξίτηλο στίγμα και τώρα πετιόνταν ολόρθες να τον αφανίσουν. Ναι, αυτή ήταν αίσθηση που κυριαρχούσε μέσα του: ο αφανισμός, ο εκμηδενισμός, η περιδιάβαση χωρίς πυξίδα, η απώλεια προσανατολισμού, μια πορεία στο πουθενά ή ίσως στην ίδια την οδό της απωλείας. Ο έρωτας δεν ήταν γι αυτόν τέρα ινκόγκνιτα. Είχε προλάβει να τον γευτεί και να μαγευτεί κορφολογώντας νεανικά, άγουρα κοριτσίστικα κορμιά, ολόφρεσκα μπουμπούκια με βυζάκια-λεμονάκια, στενά λαγόνια και σφιχτά κωλαράκια. Μα η Ανθούλα, ολάνθιστο τριαντάφυλλο στα είκοσι οχτώ της, σε ένα πλήρες μέστωμα σώματος και αισθήσεων κορύφωσε την ηδονή στο μη περαιτέρω. Δεν ήταν μόνο ένα κορμί, που οι καμπύλες του θα μπορούσαν να ανάψουν πόθους ακόμα και στα ανέκφραστα αγάλματα των κούρων, δεν ήταν ένα φλογερό ταμπεραμέντο που είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να παίρνει και να δίνει και δίνοντας να ξαναπαίρνει, δεν ήταν που, έχοντας ανακαλύψει την αφή της, κάθε της άγγιγμα αποκτούσε μια χροιά μαγική. Είτε το παραδέχονταν είτε όχι, ήταν η παρανομία, η ενοχή, ο κίνδυνος, η ηθική εξαθλίωση, η εσχατιά του αμοραλισμού, που έδιναν στην ένωσή τους την αστραποβολιά της κόλασης.
Της παρεξηγημένης κόλασης!
Της κόλασης που έχει εγκατασταθεί στη φαντασία του μέσου ανθρώπου ζοφώδης, κατασκότεινη, κατράμι, πίσσα ή εφιαλτικά κατακόκκινη από τις ανταύγειες φλογών που πυρπολούν και απανθρακώνουν. Που έχει συνδεθεί στο συλλογικό θυμικό με φρικιαστικούς ήχους από φωνές που ικετεύουν για έλεος ή με τον ανατριχιαστικό αχό αλυσίδων που σέρνονται εμποδίζοντας την απελπισμένη προσπάθεια των παγιδευμένων να δραπετεύσουν.
Λάθος!
Κατασκεύασμα ψεύτικο με ολοφάνερη την πρόθεση κάποιων να τρομοκρατήσουν!
Κόλαση και Παράδεισος –όπως όλα τα άκρα- πάνε πιασμένα χέρι-χέρι.
Στριφογυρίζει το στρογγυλό κέρμα κι αποκαλύπτεται πότε η μία και πότε η άλλη όψη και χάνεσαι ανάμεσα τους κι ανακαλύπτεις το ένα ψάχνοντας για το άλλο κι εκεί που πυροβατείς σ’ αναμμένα κάρβουνα, αντί να καείς, μια ευλογημένη δροσιά κατεβαίνει από το κεφάλι και φτάνει στις πατούσες.
Παιχνίδια όλα του μυαλού!
§§§
Ο Θανάσης το μύρισε!
Προσοχή! Δεν το μυρίστηκε, το μύρισε. Την ήξερε από πρώτο χέρι αυτή τη μυρωδιά. Αυτή τη μυρωδιά ανομίας που πλημμύρισε το σπίτι και, μια και βρήκε τα πορτοπαράθυρα κλειστά, ξεχύθηκε από τις χαραμάδες, όρμησε στα στενά δρομάκια του Μοσχάτου χωρίς να σκοντάψει πουθενά, χωρίς να χρειαστεί πυξίδα ή χάρτη λες και γνώριζε το δρόμο από γεννησιμιού της κι έφτασε κατευθείαν στο εργαστήρι του, μισή ώρα δρόμο που εκείνη χρειάστηκε μόλις τρία λεπτά για να τον διανύσει. Ο Θανάσης, με την ορμή εκατοστάρη του στίβου, έκανε την αντίστροφη πορεία σε δέκα λεπτά. Έφτασε ασθμαίνοντας, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα, τους πέταξε έξω κλωτσηδόν γυμνούς έτσι όπως τους γέννησε η μάνα τους κι ύστερα έπαθε ένα ωραίο εγκεφαλικό που τον άφησε άλαλο, μισερό. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του πάνω σε αναπηρική πολυθρόνα μ’ ένα στραβωμένο στόμα που έμοιαζε να χαμογελάει από χαιρεκακία ή απορία ή εκδίκηση ή πόνο ανάλογα από ποια γωνιά τον κοίταζες.
Και ιδού η “περίπλοκη οικογενειακή κατάσταση” στην οποία είχε αναφερθεί ο Μιχαλιός.
Ένας ανήμπορος πενηνταεξάχρονος πατέρας και εν δυνάμει ερωτικός αντίζηλος.
Μια θεία και μητριά κι αχόρταγη ερωμένη.
Δύο ανήλικα παιδιά: ξαδέλφια από την πλευρά της μάνας τους, ετεροθαλή αδέλφια από την πλευρά του πατέρα τους και εν δυνάμει θετά παιδιά του.
Και μοναδικός προστάτης όλης αυτής της μπερδεμένης οικογένειας: ο Μιχαλιός. Ο Μιχαλιός που υποσχέθηκε στην δακρυρροούσα, απαρηγόρητη Ανθούλα –με πλήρη επίγνωση της δέσμευσης που θα καθόριζε τη ζωή του– να μην τους εγκαταλείψει ποτέ αρκεί να μην τον εξωθήσει κι αυτόν στο εγκεφαλικό. Η Ανθούλα ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη και αποδέχτηκε αδιαμαρτύρητα το να τον μοιράζεται. Με την επιστήμη του, με τις κάθε είδους δουλειές του, με τις αντιδικτατορικές του δραστηριότητες, με τα ξενύχτια του, με τους φίλους του, με τον κόσμο της νύχτας, με τον κόσμο της τέχνης, με τους ποιητές, με άλλες γυναίκες –κι αυτό ήταν το πιο επώδυνο. Έμαθε να περιμένει καρτερικά την επιστροφή του μετά από μέρες και νύχτες απουσίας. Γιατί παρ’ όλα αυτά ήξερε πως ήταν δικός της κι εκείνη, επιτέλους, είχε παραδεχτεί πως ήταν μόνο δική του.
§§§
Ο Μιχαλιός ένιωσε αδειασμένος με το τέλος της αφήγησης κι ο Παύλος χρειάστηκε κάποια λεπτά περισυλλογής για να επεξεργαστεί τόσον όγκο πληροφορίας. Αμέσως μετά όμως πήρε την κατάσταση στα χέρια του.
-Αν η κατάσταση δεν ήταν τραγική θα ήταν ξεκαρδιστική. Μα ούτε να διανοηθείς να εγκαταλείψεις τις σπουδές. Εγώ είμαι εδώ.
Το ’πε και το ’κανε. Όντας ένα χρόνο μπροστά ήξερε πού τον έπαιρνε να κάνει λαθροχειρίες και πού όχι. Παρακολουθούσε τις -λίγες ευτυχώς- υποχρεωτικές παραδόσεις των καθηγητών για να παραδώσει στο τέλος της διδακτικής ώρας χαρτάκι παρουσίας με το όνομα του Μιχαλιόυ. Τον κρατούσε ενήμερο για ημερομηνίες και ώρες εργαστηρίων που έπρεπε οπωσδήποτε να παραστεί προσωπικά, έγραφε για λογαριασμό του στα πράσινα τετράδια την αναφορά των εργαστηριακών ασκήσεων που όφειλε να παραδώσει, του σημάδευε τα επικίνδυνα θέματα για εξετάσεις που δεν μπορούσε να αποφύγει. Στις υπόλοιπες εμφανιζόταν εκείνος στην θέση του. Ούτε για μια στιγμή δεν τον πτόησε η συνετή σκέψη πως όλα αυτά ήταν παράνομα και πως ριψοκινδύνευε μέχρι και την αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο. Ήταν Φίλος! Ευτυχώς δεν προέκυψε ατύχημα στην καλοστημένη κομπίνα. Η Γραμματεία της Σχολής, που κατέγραφε τα βαθμολογικά αποτελέσματα των σπουδών του Μιχαλιού στο ατομικό του κόκκινο βιβλιάριο, δεν παραξενεύτηκε που η βαθμολογική κλίμακα των επιδόσεων του ήταν κβαντισμένη, αποτελούμενη από δύο μόνο βαθμούς: πέντε, αν το γραπτό προερχόταν από τον ίδιο τον Μιχαλιό –που απαξιούσε να γράψει παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο- ή δέκα, αν στη θέση του έγραφε ο Παύλος που η χαρακτηριστική του τελειομανία δεν του επέτρεπε να γράψει λιγότερο, παραπλανητικά έστω.
Ο Μιχαλιός εξασφάλιζε έτσι τον χρόνο να βιοπορίζεται κάνοντας τις πιο ετερόκλιτες δουλειές. Από πηλοφόρι στην οικοδομή μέχρι ιδιαίτερα φροντιστήρια κι από φορτοεκφόρτωση στο λιμάνι μέχρι φροντίδα των ήχων σε στούντιο ηχογράφησης. Χωρίς να παραλείπει να μελετάει εξονυχιστικά θεωρία πιθανοτήτων και να βάζει τις γνώσεις του στην υπηρεσία του γρήγορου κέρδους. Από μαθητή τον μαγνήτιζαν οι παπατζήδες που είχαν στέκι την πλατεία Κάνιγγος. Στεκόταν ώρα πολύ στον κύκλο των περίεργων που τους περιτριγύριζαν παρακολουθώντας το παιχνίδι και προσπαθώντας να φτιάξει κανόνες από το τυχαίο. Δεν δίσταζε να ποντάρει την περιουσία του -το αντίτιμο του αστικού εισιτηρίου- με αποτέλεσμα να χρειαστεί πολλές φορές να γυρίσει στο Μοσχάτο με τα πόδια. Μα τις ελάχιστες φορές που η τύχη τον ευνοούσε, σπαταλούσε χωρίς φειδώ τα κέρδη σε βιβλία και άλλες πολυτέλειες. Στα φοιτητικά του χρόνια ανακάλυψε τον ιππόδρομο και μπήκαν στη ζωή του τα γκανιάν, τα πλασέ και τα φορκάστ. Τον συνεπήρε σαν μαθηματικό παιχνίδι με στοιχεία στρατηγικής μα ποτέ δεν υποτίμησε την επικινδυνότητα του. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν οι επενδύσεις του στα άλογα να έχουν το ελάχιστο κόστος και τη μέγιστη απόδοση. Μελετούσε με επιστημονική μεθοδολογία το ιστορικό ίππων, αναβατών, προπονητών και ιδιοκτητών αφιερώνοντας ατέλειωτες νυχτερινές ώρες, αξιολογώντας ενδεχόμενα, καταγράφοντας πιθανότητες, αξιοποιώντας πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους, καταγράφοντας μεθοδικά τις πληροφορίες στα πολύ εξυπηρετικά ρολά χαρτιού που του προμήθευε ο φίλος του ο Αντρίκος από την δημόσια υπηρεσία στην οποία δούλευε.
Η πείρα τον δίδαξε να ξεχωρίζει τα άλογα αντοχής από τα άλογα ταχύτητας, να δίνει βάση σε πλάγιες παραμέτρους όπως η φόρμα του αναβάτη, η "παρέα" με την οποία έτρεχε το άλογο, τα "χούγια" του αλόγου, ο τρόπος εκκίνησης και τερματισμού. Συνέβη κάποιες φορές, όταν δεν υπήρχε σκόπιμα επιλήψιμη ίππευση ή κάποιο ιδιαίτερο συμβάν -υπέρ ή κατά- να είναι ο μοναδικός κερδισμένος ανάμεσα σ’ εκείνους που έπαιζαν με το χαμηλότερο ποντάρισμα κι αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων του υποκόσμου –ο ιππόδρομος έβριθε από το είδος- που τον πλησίασαν διερευνητικά να δουν τι φρούτο είναι. Ο Μιχαλιός δεν είχε αντίρρηση για τέτοιου είδους συγχρωτισμό, κάθε άλλο μάλιστα. Είχε την ευκαιρία να μελετάει στην πράξη την ανθρώπινη φύση, τα ανθρώπινα πάθη, τις ανθρώπινες συμπεριφορές με τρόπο που κανένα ακαδημαϊκό ίδρυμα δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει να το κάνει. Εκείνοι δεν άργησαν να καταλάβουν πως δεν ήταν ακριβώς δικός τους, μα δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία πως ήταν εντάξει τύπος και άρχισαν να τον περιβάλουν με ένα ιδιότυπο σεβασμό, με τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο εκείνοι ξέρουν, και με μια τάση προστασίας, που δεν την είχε γενικά ανάγκη μα την δεχόταν γιατί δεν ήθελε να τους το χαλάσει. Άσε που σε κάποιες περιπτώσεις αποδείχτηκε πολύτιμη.Τον εμπιστεύονταν, ζητούσαν τις συμβουλές του για τα πονταρίσματα και σε αντάλλαγμα άνοιγαν την καρδιά και τη γλώσσα αφηγούμενοι ιστορίες από την πολύπλοκη ζωή τους, τέτοιες που κι ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να σκαρφιστεί. Από την άλλη, τα κέρδη του δεν ήταν τέτοια που να τον καθιστούν επικίνδυνο για το σύστημα μια και η θεωρία πιθανοτήτων δεν μπορεί να προβλέψει στημένες καταστάσεις. Αντίθετα, έκανε άθελά του τσάμπα διαφήμιση περνώντας το μήνυμα πως και οι “μικροί” μπορούν να κερδίσουν. Ήταν λοιπόν καλοδεχούμενος από κάθε πλευρά.
Ο Μιχαλιός εξασφάλιζε έτσι τον χρόνο να βιοπορίζεται κάνοντας τις πιο ετερόκλιτες δουλειές. Από πηλοφόρι στην οικοδομή μέχρι ιδιαίτερα φροντιστήρια κι από φορτοεκφόρτωση στο λιμάνι μέχρι φροντίδα των ήχων σε στούντιο ηχογράφησης. Χωρίς να παραλείπει να μελετάει εξονυχιστικά θεωρία πιθανοτήτων και να βάζει τις γνώσεις του στην υπηρεσία του γρήγορου κέρδους. Από μαθητή τον μαγνήτιζαν οι παπατζήδες που είχαν στέκι την πλατεία Κάνιγγος. Στεκόταν ώρα πολύ στον κύκλο των περίεργων που τους περιτριγύριζαν παρακολουθώντας το παιχνίδι και προσπαθώντας να φτιάξει κανόνες από το τυχαίο. Δεν δίσταζε να ποντάρει την περιουσία του -το αντίτιμο του αστικού εισιτηρίου- με αποτέλεσμα να χρειαστεί πολλές φορές να γυρίσει στο Μοσχάτο με τα πόδια. Μα τις ελάχιστες φορές που η τύχη τον ευνοούσε, σπαταλούσε χωρίς φειδώ τα κέρδη σε βιβλία και άλλες πολυτέλειες. Στα φοιτητικά του χρόνια ανακάλυψε τον ιππόδρομο και μπήκαν στη ζωή του τα γκανιάν, τα πλασέ και τα φορκάστ. Τον συνεπήρε σαν μαθηματικό παιχνίδι με στοιχεία στρατηγικής μα ποτέ δεν υποτίμησε την επικινδυνότητα του. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν οι επενδύσεις του στα άλογα να έχουν το ελάχιστο κόστος και τη μέγιστη απόδοση. Μελετούσε με επιστημονική μεθοδολογία το ιστορικό ίππων, αναβατών, προπονητών και ιδιοκτητών αφιερώνοντας ατέλειωτες νυχτερινές ώρες, αξιολογώντας ενδεχόμενα, καταγράφοντας πιθανότητες, αξιοποιώντας πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους, καταγράφοντας μεθοδικά τις πληροφορίες στα πολύ εξυπηρετικά ρολά χαρτιού που του προμήθευε ο φίλος του ο Αντρίκος από την δημόσια υπηρεσία στην οποία δούλευε.
Η πείρα τον δίδαξε να ξεχωρίζει τα άλογα αντοχής από τα άλογα ταχύτητας, να δίνει βάση σε πλάγιες παραμέτρους όπως η φόρμα του αναβάτη, η "παρέα" με την οποία έτρεχε το άλογο, τα "χούγια" του αλόγου, ο τρόπος εκκίνησης και τερματισμού. Συνέβη κάποιες φορές, όταν δεν υπήρχε σκόπιμα επιλήψιμη ίππευση ή κάποιο ιδιαίτερο συμβάν -υπέρ ή κατά- να είναι ο μοναδικός κερδισμένος ανάμεσα σ’ εκείνους που έπαιζαν με το χαμηλότερο ποντάρισμα κι αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων του υποκόσμου –ο ιππόδρομος έβριθε από το είδος- που τον πλησίασαν διερευνητικά να δουν τι φρούτο είναι. Ο Μιχαλιός δεν είχε αντίρρηση για τέτοιου είδους συγχρωτισμό, κάθε άλλο μάλιστα. Είχε την ευκαιρία να μελετάει στην πράξη την ανθρώπινη φύση, τα ανθρώπινα πάθη, τις ανθρώπινες συμπεριφορές με τρόπο που κανένα ακαδημαϊκό ίδρυμα δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει να το κάνει. Εκείνοι δεν άργησαν να καταλάβουν πως δεν ήταν ακριβώς δικός τους, μα δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία πως ήταν εντάξει τύπος και άρχισαν να τον περιβάλουν με ένα ιδιότυπο σεβασμό, με τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο εκείνοι ξέρουν, και με μια τάση προστασίας, που δεν την είχε γενικά ανάγκη μα την δεχόταν γιατί δεν ήθελε να τους το χαλάσει. Άσε που σε κάποιες περιπτώσεις αποδείχτηκε πολύτιμη.Τον εμπιστεύονταν, ζητούσαν τις συμβουλές του για τα πονταρίσματα και σε αντάλλαγμα άνοιγαν την καρδιά και τη γλώσσα αφηγούμενοι ιστορίες από την πολύπλοκη ζωή τους, τέτοιες που κι ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να σκαρφιστεί. Από την άλλη, τα κέρδη του δεν ήταν τέτοια που να τον καθιστούν επικίνδυνο για το σύστημα μια και η θεωρία πιθανοτήτων δεν μπορεί να προβλέψει στημένες καταστάσεις. Αντίθετα, έκανε άθελά του τσάμπα διαφήμιση περνώντας το μήνυμα πως και οι “μικροί” μπορούν να κερδίσουν. Ήταν λοιπόν καλοδεχούμενος από κάθε πλευρά.
Συνεχίζεται...
Γιούλια Ολόμπλαβα